αναλαμβάνω

αναλαμβάνω
(αόρ. ανέλαβα, ανέλαβον, παθ. αόρ. ανελήφθην) 1. μετ.
1) поднимать, брать в руки (что-л.); 2) брать, принимать на себя (обязанности и т. п.);

αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου — брать кого-л. под своё покровительство;

3) приступать к чему-л.; браться за что-л.;

αναλαμβάνω τα καθήκοντα μου — приступать к исполнению обязанностей;

τώρα πιά ανέλαβε αυτός την υπόθεση теперь уж он взялся за дело;
4) взять обратно, вынуть (вклад и т. п.); 2. αμετ. 1) выздоравливать, поправляться; оправляться, приходить в себя; 2) оживляться (о рынке и т. п.);

αναλαμβάνομαι — внезапно исчезать;

ανελήφθη он вдруг исчез

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναλαμβάνω" в других словарях:

  • ἀναλαμβάνω — take up pres subj act 1st sg ἀναλαμβάνω take up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλαμβάνω — αναλαμβάνω, ανέλαβα (σπάν. ανάλαβα) βλ. πίν. 165 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναλαμβάνω — και αναλαβαίνω ανάλαβα, και ανέλαβα, αναλήφθηκα, ανειλημμένος 1. μτβ., παίρνω πάνω μου, στα χέρια μου: Την υπόθεση ανάλαβε ο δικηγόρος. 2. αμτβ., ανακτώ τις δυνάμεις μου, δυναμώνω: Ανάλαβε πια εντελώς από την αρρώστια. 3. ο παθ. αόρ., αναλήφθηκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • ἀναλαμβάνετε — ἀναλαμβάνω take up pres imperat act 2nd pl ἀναλαμβάνω take up pres ind act 2nd pl ἀναλαμβάνω take up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλαμβάνῃ — ἀναλαμβάνω take up pres subj mp 2nd sg ἀναλαμβάνω take up pres ind mp 2nd sg ἀναλαμβάνω take up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνειλημμένα — ἀναλαμβάνω take up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνειλημμένᾱ , ἀναλαμβάνω take up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀνειλημμένᾱ , ἀναλαμβάνω take up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλαβόμενον — ἀναλαμβάνω take up aor part mid masc acc sg ἀναλαμβάνω take up aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλαβόν — ἀναλαμβάνω take up aor part act masc voc sg ἀναλαμβάνω take up aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλαβόντα — ἀναλαμβάνω take up aor part act neut nom/voc/acc pl ἀναλαμβάνω take up aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλαβόντων — ἀναλαμβάνω take up aor part act masc/neut gen pl ἀναλαμβάνω take up aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»